- ενέρτερος
- ἐνέρτερος, -α, -ον (Α)(συγκρ. τού ἔνερος, -οι)1. αυτός που βρίσκεται πιο βαθιά, πιο κάτω, πιο υποχθόνιος, τρίσβαθος («καὶ κεν δὴ πάλαι ἦσθα ἐνέρτερος Οὐρανιώνων», Ομ. Ιλ.)2. (ο πληθ. τού αρσ. ως ουσ.) οἱ ἐνέρτεροιοι ένεροι, οι υποχθόνιοι, οι νεκροί.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ένερθε].
Dictionary of Greek. 2013.